διαπλάττω

διαπλάττω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διαπλάττω" в других словарях:

  • διαπλάσσω — και διαπλάττω (AM διαπλάσσω και διαπλάττω) 1. διαμορφώνω, δίνω μορφή και σχήμα 2. διαπαιδαγωγώ, διαμορφώνω τον χαρακτήρα αρχ. 1. αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο 2. φρ. «διαπλάσσω πηλῷ» επιχρίω με πηλό …   Dictionary of Greek

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»